- παθέω
- (→συμπαθέω,,)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἀντεπάθησαν — ἀντί παθέω secondary affection aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπάθησεν — ἀντί παθέω secondary affection aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)